πείραμα — το 1. τεχνητή παραγωγή φαινομένου για μελέτη: Η φυσική στις μικρές τάξεις των σχολείων πρέπει να διδάσκεται με πειράματα. 2. δοκιμή, απόπειρα: Ας κάνουμε ένα πείραμα (μια δοκιμή, απόπειρα, προσπάθεια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείραμα — το, ΝΜ [πειρώμαι] νεοελλ. 1. η πρόκληση, αναπαραγωγή διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη μελέτη και εξακρίβωση τής φύσεως και των νόμων τής εξελίξεώς τους και την ανεύρεση τής αιτίας που τά προκαλεί 2.… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Μίλγκραμ, Στάνλεϊ — (Stanley Milgram, Νέα Υόρκη 1933 – 1984). Αμερικανός ψυχολόγος. Έλαβε διδακτορικό τίτλο στην ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε στην κοινωνική ψυχολογία και, κυρίως, στον νεοεμφανιζόμενο τομέα της αστικής… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
πειραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα, αυτός που γίνεται ή ενεργεί με πειράματα, δοκιμαστικός 2. φρ. α) «πειραματικές επιστήμες» οι επιστήμες που χρησιμοποιούν κυρίως το πείραμα για να αποδείξουν τις υποθέσεις ή τους νόμους τους ή για … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek